ἐννοήσομεν

ἐννοήσομεν
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 1st pl (epic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind act 1st pl
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 1st pl (epic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”